- λευκαίνομαι
- λευκαίνομαι, λευκάνθηκα, λευκασμένος βλ. πίν. 46
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
λευκαίνω — (AM λευκαίνω) [λευκός] 1. κάνω κάτι λευκό, ασπρίζω (α. «οι καθαροί λευκαίνονται αιθέριοι κάμποι», Κάλβ. β. «ἐς γένυν ἕρπει λευκαίνων ὁ χρόνος», Θεόκρ. γ. «ἡ δὲ χροιὰ τοῡ σώματος οὔτε πρὸς τὸ θηλυπρεπὲς ἐλευκαίνετο, οὔτε πρὸς τὸ μελάντερον… … Dictionary of Greek
ԼՍՆԱՆԱՄ — (ացայ, ցեալ.) NBH 1 0906 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 10c, 13c չ. ԼՍՆԱՆԱՄ որ եւ ԼՍՆԻԼ. λευκαίνομαι, λευκαντίζω albesco, albus evado. Սպիտականալ ըստ իմիք. սպիտակ եւ փայլուն երեւիլ որպէս զլուսն. ճերմկնալ, ճերմկիլ. ... *Որ երկնչի,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՍՊԻՏԱԿԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0739 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c, 14c չ. ՍՊԻՏԱԿԱՆԱՄ λευκαίνομαι, λευκαντίζομαι, λάμπω albesco, candeo, splendeo. որ եւ ՍՊԻՏԱԿԻԼ. Սպիտակ լինել. պայծառանալ. ճերմկնալ, ճերմկիլ. ... *Իբրեւ զձիւն սպիտակացան … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)